- συνείργω
- Α(αχρ. τ.) βλ. συνέργω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνέργω — και επικ. τ. συνεέργω και αττ. τ. συνείργνυμι και αχρ. τ. συνείργω Α 1. περικλείω, συγκλείω («ὅσον συνεέργαθον ἄκραι», Ομ. Ιλ.) 2. περιστέλλω, περιορίζω («συνέργει τὸ πλῆθος τῆς σαρκός») 3. συνάπτω, συνδέω 4. ζώνω («ζωστῆρι... συνέεργε χιτῶνα»,… … Dictionary of Greek
σύνειρξις — είρξεως, ἡ, Α [συνείργω] σύγκλειση, σύσφιγξη … Dictionary of Greek